- διάκομμα
- διάκομμα, το (Α) [διακόπτω]πληγή από κόψιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακόμματα — διάκομμα cut neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόμματος — διάκομμα cut neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)